- ταξιόομαι
- ταξῐόομαι1 station oneself
οὐλίῳ νιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐλίῳ νιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταξιῶται — ταξιόομαι engage in battle pres subj mp 3rd sg ταξιόομαι engage in battle pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιοῦσθαι — ταξιόομαι engage in battle pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)